Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Η Μοναχικότητα ενός Έλληνα Πατέρα

Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 2014

Η Μοναχικότητα ενός Έλληνα Πατέρα

Εδώ και μισή ώρα περπατούσε σκυφτός, δίπλα στην θάλασσα. Το βλέμμα του χαμένο στις σκέψεις. Που ήταν πως ξεκίνησε, τι έκανε στην ζωή του.'Ολη του η ζωή, ξανά και ξανά σαν ταινία μπροστά στα θολά του μάτια.

Λίγα μέτρα ακόμη και κάθεται σε μία απόμερη γωνιά σε ένα από τα  μικρά λιμανάκια που κάνει η παραλία. Ο ήλιος στην δύση του, δίνει μια στενάχωρη χροιά πάνω στην ήρεμη θάλασσα, για να συμπληρώσει την ήδη βασανισμένη ψυχή του.

Ο Α. κάθεται χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, χωρίς να ανασαίνει σχεδόν και άρχισε να στρίβει το τελευταίο του τσιγάρο. Γύρω του ερημιά, σε λίγο θα έρθει το σκοτάδι και οι τελευταίοι περιπατητές φεύγουν γοργά, όσο το φως τους δείχνει τον δρόμο.

Πενήντα χρόνια ζωής. Πενήντα χρόνια αγώνα. Θυμάται με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του, την πρώτη μέρα που έφευγε από το πατρικό του, με μία βαλίτσα στο χέρι, για να ανοίξει τα φτερά του στην ζωή, γεμάτος όνειρα και ελπίδες. Τότε που ένοιωθε δυνατός, τότε που ο κόσμος του άνηκε.

Θυμάται στα πρώτα του βήματα, τον δάσκαλό του να του λέει: Είσαι περήφανος, πας με το κεφάλι ψηλά και το "σταυρό στο χέρι", ο δρόμος σου θα είναι γεμάτος αγκάθια μα θα τα καταφέρεις. 

Τα χρόνια πέρασαν, ο δρόμος ήταν γεμάτος αγκάθια αλλά πάλευε με όλες του τις δυνάμεις. Δεν δέχθηκε να σκύψει το κεφάλι, δεν τεμπέλιασε ποτέ του. 

Θυμάται να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να δημιουργήσει την δική του ζωή, για να αποδείξει στους αμόρφωτους φτωχούς γονείς του την αξία του. Να αποδείξει στον μικρόκοσμό του, ότι δεν χρειάζεται να είσαι από "τζάκι" για να τα καταφέρεις. Πόσο αισιόδοξος ήταν!


Σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό. Είναι η στιγμή που τα αστέρια αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους. Το μικρό ευχάριστο ταξίδι της σκέψης στην νεανικότητά του, του είχε δώσει το χαμόγελο που έχει χάσει τόσο καιρό. Κι όμως ένα δάκρυ έρχεται να σβήσει τις ωραίες ευχάριστες αναμνήσεις. 

Σκέφτεται το παιδί του και δάκρυα κυλάνε σιγά σιγά από τα μάτια του. Εδώ και δύο χρόνια χωρίς δουλειά, ξοδεύοντας και τις τελευταίες του οικονομίες σε οφειλές (όπως του είπαν) προς το κράτος που δεν είχε.Μια ζωή τυπικότατος στις υποχρεώσεις του. Ξεπούλησε τα πάντα για να αποφύγει την καταστροφή, ελπίζοντας πως δεν θα τον αφήσει έτσι η μοίρα, κάτι θα βρεθεί και γι' αυτόν. Κι όμως, σήμερα το παιδί του, για μία ακόμη μέρα έφυγε για το σχολείο χωρίς πρωινό, κακοντυμένο μιας και είχε ψηλώσει και τα ρούχα πλέον δεν του έκαναν, λυπημένο και αυτό με την κατάσταση που περνά η οικογένειά του. 

Σκέφτεται πόσο χαρούμενοι έτρεχαν σε τούτη εδώ την παραλία. Τις ξένοιαστες βόλτες τους με τα ποδήλατα, την χαρά του μικρού όταν στο τέλος της βόλτας, καθόντουσαν στο κοντινό μαγαζάκι και έτρωγαν το παγωτό τους.

Και τώρα το παιδί παλεύει μόνο του και νηστικό στο σπίτι, να βγάλει το αυριανό πρόγραμμα του σχολείου. Και αμέσως το μυαλό του γεμίζει ανησυχία. Πως θα σπουδάσει; πως θα ζήσει; τι θα γίνει; Το άγχος και ο θυμός τον πνίγει.Ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ κατακλίζει την σκέψη του και σαν τσουνάμι θολώνει για μία ακόμη φορά το μυαλό του.

Τι δεν έκανε σωστά; Που πήρε τον λάθος δρόμο; Τι δεν πρόβλεψε; 

Ατέλειωτες ώρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια δουλειάς. Είχε καταφέρει να φτιάξει κάπως την ζωή του. Είχε την δουλειά του, είχε πάρει ένα μικρό σπίτι με δάνειο, ένα αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις του. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα που να δηλώνει σπατάλη. Τριάντα χρόνια δουλειάς και τώρα; Τίποτα. Το απόλυτο ΤΙΠΟΤΑ.

Τα δάκρυα σταματούν και ξανά ο θυμός μέσα του να φουσκώνει την καρδιά του. Προσπάθησε και αυτός να κάνει την επανάστασή του. Διαμαρτυρήθηκε με τον υπόλοιπο λαό στους δρόμους. Έφτιαξε μάλιστα και λογαριασμούς στα σόσιαλ να φωνάξει για το δίκιο του. Να ζητήσει δικαιοσύνη.

 Ώπα! Επανάσταση; Ποια επανάσταση;  Αυτή που δεν έγινε ποτέ; 

Θυμάται τότε, που πήρε την Ελληνική σημαία και κατέβαινε να διαδηλώσει μαζί με τον υπόλοιπο λαό, όταν δύο παρέες με κάτι κόκκινες και μαύρες σημαίες όρμηξαν η μία στην άλλη και αυτός βρέθηκε ανάμεσά τους, να ξυλοκοπείται και από τους μεν και από τους δε. Μέσα στην πάλη η Ελληνική σημαία που είχε στα χέρια του, έπεσε, ποδοπατήθηκε, έγινε ένα σκισμένο βρώμικο πανί. Και αυτός με σκισμένα ρούχα και μερικούς μώλωπες γύρισε σπίτι πληγωμένος, χωρίς να καταφέρει να διαμαρτυρηθεί.

Θυμάται με τι ελπίδα έγραφε στα σόσιαλ για το μέλλον της χώρας του (βλέπεις η τεχνολογία σήμερα βοηθά να έρθεις σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους, να μοιραστείς όνειρα, ιδανικά, γνώσεις, εμπειρίες).

Απογοήτευση βέβαια και εδώ. Τι παγίδα! Όλοι φωνάζουν, γράφουν στα πληκτρολόγιά τους, νοιώθουν δυνατοί στον πόνο του άλλου. Λόγια, λόγια, λόγια. Όλοι φωνάζουν μα κανείς δεν ακούει. Ένοιωσε να εγκλωβίζεται, ένοιωσε να βιάζεται ακόμη μία φορά η ζωή του, απο τους ίδιους ανθρώπους που φωνάζαν για την αδικία. Ένοιωσε να ξεφτιλίζεται μοιράζοντας τον πόνο του και τις σκέψεις του με ανθρώπους που δεν ήθελαν να καταλάβουν, μιας και είχαν μάθει μία ζωή να κολυμπάνε στο ρεύμα του ποταμιού και όχι κόντρα. Προτίμησε την μοναξιά του. Έκλεισε τον παλιό υπολογιστή του και δεν τον ξανάνοιξε. 

Η σκέψη του ξανάφυγε. Θυμήθηκε τους φίλους και τις παρέες. Τότε που οικονομικά ήταν καλά και οι φίλοι τον έπαιρναν κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Θυμάται τα πάρτυ και τις γιορτές, τα εστιατόρια και τις εξόδους. Χαμογέλασε. Τότε ήταν καλά. Τότε κερνούσε όλη την παρέα μιας και είχε καταφέρει να είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση απο τους άλλους. Τότε βοηθούσε κάτι φίλους με τα δάνειά τους, με τις υποχρεώσεις τους. Αλήθεια, που να είναι τώρα;; Θυμήθηκε τις φυσιογνωμίες μια προς μία, ξανακοίταξε τον ουρανό και ευχήθηκε να είναι όλοι καλά.

Έσκυψε και έβγαλε το πορτοφόλι του. Τράβηξε μια φωτογραφία απο μέσα. Την φωτογραφία του παιδιού του. Την έπιασε με τα δύο του χέρια και την φίλησε. Ένα δάκρυ πάλι κύλησε, ήταν το τελευταίο.

Το τσιγάρο τελείωσε. Σηκώθηκε και άρχισε σιγά σιγά να περπατά προς την θάλασσα. Σκέφτηκε ότι σίγουρα το επόμενο πρωί θα έβρισκαν στο σπίτι το γράμμα με τις τελευταίες οδηγίες για τα λίγα λεφτά που μάζεψε ξεπουλώντας μια παλιά εικόνα της Παναγίας που την είχε κληρονομιά εδώ και 5 γενεές. Σίγουρα θα είχαν να περάσουν για λίγο καιρό και δεν θα έμενε το παιδί του στον δρόμο.

Τα βήματα βάρυναν καθώς το νερό τύλιγε τα πόδια του. Σαν υπνωτισμένος συνέχισε το βήμα του μέσα στο νερό.Είχε αρχίσει να χειμωνιάζει και άρχισε να τρέμει από το κρύο, μα δεν ήταν ούτε αυτό ικανό να τον ξυπνήσει απο τον λήθαργο της αυτοκαταστροφής. Συνέχισε μέχρι που χάθηκε. Μέχρι η θάλασσα να πάρει μαζί της το νεκρό κορμί του.

Την επόμενη μέρα, η κίνηση στους δρόμους η ίδια. Οι πολιτικοί συνέχιζαν να αψημαχούν σαν τα κοκόρια στα τηλεοπτικά παράθυρα. Τα σόσιαλ συνέχισαν να φωνάζουν για την επερχόμενη καταστροφή και σωτηρία. Για τον Α. δεν ακούστηκε τίποτα, δεν υπήρξε ποτέ. Δεν θα υπάρξει ποτέ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου